- ἀειφύλλων
- ἀείφυλλοςnot deciduousmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ανακαρδιίδες — (anacardiaceae).Οικογένεια δενδρωδών και θαμνωδών φυτών, ιθαγενών κυρίως των τροπικών περιοχών. Μερικά είδη φυτρώνουν και βορειότερα. Έχουν φύλλα πτεροειδή και άνθη μικρά, διγενή ή μονογενή δίοικα. Ο καρπός τους είναι δρύπη με ρητινώδες… … Dictionary of Greek
ευώνυμος — (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της… … Dictionary of Greek
κουτσουπιά — Φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο της οικογένειας των φαβιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Cercis siliquastrum. Πρόκειται για πολυετές φυτό με αργή ανάπτυξη, που φθάνει σε ύψος τα 5 9 μ. Έχει ανώμαλη και αραιή κώμη, με κυρτές… … Dictionary of Greek
λεμονιά — Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Citrus limon, της οικογένειας των ρουτιδών, της φυλής των κιτρίων. Πρόκειται για ένα μικρό, ύψους 3 έως 6 μ., δικοτυλήδονο, αειθαλές δέντρο, γνωστό για τους ωοειδείς κίτρινους καρπούς του, τα λεμόνια. Έχει κορμό… … Dictionary of Greek
ραφιολεπίδα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες τής τάξης ροδώδη και περιλαμβάνει 15 περίπου είδη αείφυλλων θάμνων τής ανατολικής Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhaphiolepis (< ῥαφίς + λεπίς)] … Dictionary of Greek
ροδόδενδρο — το / ῥοδόδενδρον, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ερεικίδες τής τάξης ερεικώδη, το οποίο περιλαμβάνει ώς και 1.200 είδη αείφυλλων και φυλλοβόλων θάμνων και λίγων δένδρων, με εντυπωσιακά άνθη και… … Dictionary of Greek
σαγερετία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ραμνίδες τής τάξης ραμνώδη, με 35 περίπου είδη φυλλοβόλων ή αείφυλλων θάμνων τής Βόρειας Αμερικής και τής ανατολικής και νότιας Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sageretia, από το… … Dictionary of Greek
σπαθοδέα — η, Ν βοτ. μικρό γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βιγνονιίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη, με 2 3 είδη αείφυλλων δένδρων τής τροπικής Αφρικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spathodea < σπάθη + κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek
ταξόδιο — (taxodium). Γένος κωνοφόρων ξυλωδών φυτών της οικογένειας των ταξοδιιδών. Είναι ψηλά δέντρα με φλοιό που έχει σχισμές. Αριθμεί 3 είδη τα οποία απαντούν στο νοτιοανατολικό τμήμα της Βόρειας Αμερικής και στο Μεξικό. Το σπουδαιότερο είναι το τ. το… … Dictionary of Greek
τελοπέα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πρωτεΐδες τής τάξης πρωτεώδη και περιλαμβάνει 3 4 είδη αείφυλλων δένδρων και θάμνων που είναι ιθαγενή τής Αυστραλίας και τής Τασμανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek